Ο καθηγητής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, Ευθύμης Λέκκας, φιλοξενήθηκε το απόγευμα της Τρίτης στην εκπομπή Στούντιο 4 της ΕΡΤ, όπου συνομίλησε με τη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο για τη σεισμική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και τις πιθανές επιπτώσεις στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην εκπομπή, ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η τοποθέτησή του για τη σύνδεση των σεισμών που σημειώνονται στην Τουρκία με εκείνους που καταγράφονται στην Ελλάδα.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Το 1999 είχαμε στις 17 Αυγούστου τον σεισμό στην Τουρκία, στη Νικομήδεια. Στις 7 Σεπτεμβρίου είχαμε τον σεισμό στην Αθήνα.
Μετά από τον σεισμό στην Αθήνα διαπιστώσαμε ότι κάποια σχέση είχε με τον σεισμό στην Τουρκία και κάπως επηρέασε. Μετά από δύο μήνες είχαμε τον άλλον μεγάλο σεισμό στην Τουρκία που δεν επηρέασε τον ελληνικό χώρο. Άρα επηρεαζόμαστε όταν γίνεται σεισμός στο ρήγμα της Ανατολίας, γιατί όταν γίνεται κάπου αλλού δεν επηρεαζόμαστε καθόλου».
Στη συνέχεια, ο καθηγητής αποκάλυψε κρίσιμες επιστημονικές εκτιμήσεις για την Κωνσταντινούπολη, επισημαίνοντας πως η σεισμική απειλή στην περιοχή παραμένει ιδιαίτερα σοβαρή: «Τώρα λέμε για την Κωνσταντινούπολη ότι έγινε ο σεισμός των 6,4 Ρίχτερ.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα προβλέπει, εκτιμά έναν σεισμό της τάξεως των 7,8 Ρίχτερ με βάση τις διαστάσεις του ρήγματος που δεν έχει σπάσει ακόμα. Αυτό για την Κωνσταντινούπολη σημαίνει ισοπέδωση του 1/3 των κατασκευών που είναι παλιές, του 1/3 των καινούριων κατασκευών που δεν πληρούν τις προδιαγραφές. Το υπόλοιπο 1/3 είναι καλές κατασκευές».
Ο καθηγητής εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη: «Εκείνο που με φοβίζει περισσότερο στην Κωνσταντινούπολη είναι η ανθρώπινη έκθεση, που είναι 17 εκατομμύρια μέσα σε έναν στενό χώρο».
Συνεχίζοντας, ο κ. Λέκκας αναφέρθηκε στη χρονική καθυστέρηση εκδήλωσης ενός μεγάλου σεισμού, η οποία εντείνει την πίεση στο ρήγμα και αυξάνει την πιθανότητα μιας καταστροφικής δόνησης: «Μετά τον σεισμό του 1999 η διεθνής επιστημονική κοινότητα συνέκλινε ότι θα έχουμε έναν σεισμό 7,8 Ρίχτερ μέχρι το 2020.
Δεν έγινε. Είχαμε πέσει έξω στις προβλέψεις. Όσο περνάει το χρονικό διάστημα, γεμίζει ενέργεια το ρήγμα και θα κάνει μεγαλύτερο σεισμό. Είναι νομοτέλεια ότι θα σπάσει αυτό το ρήγμα. Τα 12 κομμάτια που συγκροτούν το ρήγμα της Ανατολίας έχουν σπάσει. Το τελευταίο που δεν έσπασε είναι αυτό της Κωνσταντινούπολης. Νομοτελειακά θα σπάσει».
Ολοκληρώνοντας, ο καθηγητής επεσήμανε ότι, αν και δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια η χρονική στιγμή, το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού στην περιοχή είναι άμεσο και απαιτεί συνεχή παρακολούθηση:
«Μπορεί να είναι και από μέρα σε μέρα, δεν το αποκλείουμε, αλλά ένας μέσος όρος που εκδηλώνεται ο δεύτερος σεισμός είναι της τάξεως των 2-3 ετών. Πρέπει να γίνει ανάλυση αυτού του σεισμού όταν εκδηλωθεί και στη συνέχεια να υπολογίσουμε αν αυτές οι δυνάμεις μπορούν να επηρεάσουν την Ελλάδα».
ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΩΡΑ
Σεισμική δόνηση, εντάσεως 3,9 Ρίχτερ, σημειώθηκε στη Ρόδο, το απόγευμα της Δευτέρας.
Το επίκεντρο του σεισμού ήταν 36 χιλιόμετρα ανατολικά του Αρχαγγέλου, ενώ το εστιακό βάθος υπολογίζεται στα 30,6 χιλιόμετρα.

Σεισμός πριν λίγο
Σεισμός 2,8 Ρίχτερ 30,8χλμ Βορειοδυτικά από Χανιά – Παραλία Φαλάσαρνα στις 29/12/2025

Σεισμική δόνηση 2,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ συνέβη στις 29/12/2025 10:45:17, 30,8χλμ Βορειοδυτικά από Χανιά – Παραλία Φαλάσαρνα και σε εστιακό βάθος 11,7 χιλιομέτρων.

Η πράσινη γραμμή στο χάρτη υποδηλώνει τα κύρια ρήγματα/τεκτονικές πλάκες
ΕΚΤΑΚΤΟ: ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ – «ΒΟΥΚΙΝΟ» ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Την παραίτησή του από τη θέση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου υπέβαλε ο Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Γιάννης Λεοντάρης.
Την παραίτησή του από τη θέση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου υπέβαλε ο Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Γιάννης Λεοντάρης, εκφράζοντας δημόσια την έντονη αντίθεσή του στην εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών φοιτητών και φοιτητριών από το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Η παραίτηση συνοδεύεται από εκτενή δημόσια τοποθέτηση, στην οποία αναλύονται οι παιδαγωγικές, κοινωνικές, θεσμικές και πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος, με ιδιαίτερη αναφορά στις επιπτώσεις που ήδη καταγράφονται στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και ευρύτερα στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση του απερχόμενου Κοσμήτορα:
“Υπέβαλα την παραίτηση μου από τη θέση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, εκφράζοντας την έντονη διαφωνία μου με την αυταρχική επιβολή του επιστημονικά ατεκμηρίωτου, παιδαγωγικά απαράδεκτου και κοινωνικά άδικου μέτρου των διαγραφών φοιτητών και φοιτητριών από το δημόσιο πανεπιστήμιο. Δεν πρόκειται για μία απλή διοικητική ρύθμιση αλλά για μια πολιτική πράξη με ταξικό πρόσημο, βαθιά αντιδημοκρατική, προσβλητική για το δημόσιο πανεπιστήμιο και κατασταλτική για χιλιάδες ανθρώπους που επέλεξαν να σπουδάσουν. Το μέτρο παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως “εκσυγχρονισμός”, αλλά λειτουργεί ως στοχοποίηση νέων ανθρώπων προερχόμενων κυρίως από εργατικές και λαϊκές οικογένειες, οποίοι/ες τιμωρούνται ενώ δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ασκήσουν το δικαίωμα τους στη γνώση. Είναι αδιανόητο ότι πρόσφατα ο αρμόδιος υφυπουργός Παιδείας, δήλωσε ότι με τις διαγραφές “θα καθαρίσουν οι κατάλογοι”, λες και οι φοιτητές/τριες είναι στίγματα, λεκέδες που λερώνουν την εικόνα του πανεπιστημίου. Όταν ένας υφυπουργός μιλάει για “καθαρισμό”, δεν περιγράφει απλώς μια διαδικασία. Διατυπώνει ένα αξιακό σύστημα: ότι υπάρχουν φοιτητές/τριες επιθυμητοί/ες και φοιτητές/τριες ανεπιθύμητοι/ες. Ότι οι δεύτεροι/ες αποτελούν στίγμα. Ότι η παρουσία τους είναι πρόβλημα που πρέπει να εξαλειφθεί. Μόνο από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών διεγράφησαν ήδη περισσότεροι/ες από τριακόσιοι φοιτητές/τριες. Πρόκειται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρώπων με δυσκολίες, προβλήματα και όνειρα.
Αποτελεί άραγε “στίγμα” ο φοιτητής/τρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών που επέλεξε να ολοκληρώσει πρώτα τη φοίτησή του/της σε δραματική σχολή και ενδεχομένως να αποφασίσει μετά από λίγα χρόνια να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο; Αυτοί οι φοιτητές/τριες δεν εγκατέλειψαν τις σπουδές τους. Έκαναν μια συνειδητή επιλογή, συναφή με το αντικείμενό του Τμήματος, για να εμπλουτίσουν την πρακτική και καλλιτεχνική τους εμπειρία και στη συνέχεια να ολοκληρώσουν το θεωρητικό σκέλος αποκτώντας πτυχίο στο ΑΕΙ όπου πέτυχαν την εισαγωγή τους. Και τώρα διαγράφονται. Είναι “στίγμα” οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που έκαναν οικογένεια, δούλεψαν, πάλεψαν με την καθημερινότητα και μετά από χρόνια θέλησαν να επιστρέψουν για να πάρουν το πτυχίο τους; Τώρα διαγράφονται. Είναι “στίγμα” οι φοιτητές/τριες που εργάστηκαν (συχνά ανασφάλιστοι/ες) για να ζήσουν και δεν διαθέτουν τις βεβαιώσεις απασχόλησης που ζητά ο νέος νόμος για να τους εξαιρέσει από τις διαγραφές; Τώρα διαγράφονται. Αν λοιπόν υπάρχουν “λεκέδες” στο πανεπιστήμιο, δεν είναι οι άνθρωποι που παλεύουν να μορφωθούν. Είναι οι πολιτικές που όχι μόνο δεν τους/τις ενισχύουν όπως οφείλουν, παρέχοντας τους στέγαση, γενναίες επιδοτήσεις ενοικίου, διευκόλυνση στις μετακινήσεις κλπ., αλλά αντίθετα τους/τις στοχοποιούν.
Δεν υπάρχει στατιστικός δείκτης που να δείχνει ότι με τις διαγραφές η αναλογία διδασκόντων / φοιτητών θα βελτιωθεί τόσο ώστε να ανεβάσει την χώρα μας κοντά στον σχετικό ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι αυτό θα συμβεί μόνο με τη γενναία αύξηση των θέσεων του διδακτικού προσωπικού. Όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι οι λεγόμενοι “αιώνιοι” φοιτητές/τριες δεν επιβαρύνουν το πανεπιστήμιο: δεν χρησιμοποιούν υποδομές, δεν δεσμεύουν πόρους, δεν εμποδίζουν καμία λειτουργία.
Η μεθόδευση επιβολής των διαγραφών από το υπουργείο, αποτελεί μνημείο αντιδημοκρατικότητας και ακύρωσης του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου. Ο νόμος δεν επιτρέπει στις Συνελεύσεις Τμημάτων, τον κατεξοχήν δημοκρατικό θεσμό της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης, να αποφασίσει για ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Το υπουργείο ζητά από το διοικητικό προσωπικό, από τους/τις προϊσταμένους των Γραμματειών να εφαρμόσουν τον νόμο μηχανιστικά χωρίς καμία δυνατότητα ακαδημαϊκής παρέμβασης. Αποκλείει δηλαδή την πανεπιστημιακή κοινότητα από τη λήψη μιας κρίσιμης πολιτικής απόφασης. Ήδη το συνδικαλιστικό όργανο των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ έχει αντιδράσει έντονα και με τεκμηριωμένη δημόσια τοποθέτηση και έχει προχωρήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις αρνούμενο να αναλάβει το βάρος της διαγραφής χιλιάδων φοιτητών/τριών.
Ας αναλογιστούμε επίσης ότι η ίδια διάταξη που ρυθμίζει την διαγραφή, προβλέπει κάτι αδιανόητο: την κατοχύρωση των εκπαιδευτικών πιστωτικών μονάδων που έλαβε κατά το διάστημα της φοίτησης του ο υπό διαγραφή φοιτητής/τρια για το ενδεχόμενο επανεγγραφής του σε κάποιο ιδιωτικό ΑΕΙ. Δηλαδή, τα ECTS που κρίνει ο νόμος ανεπαρκή για τον φοιτητή/τρια του δημόσιου πανεπιστημίου και τον/την διαγράφει, δίνονται ως “bonus” για την εγγραφή του/της σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
Η πρόσβαση στη γνώση είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο αγαθό και τα δημόσια αγαθά δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Η πρόσβαση στην εξειδικευμένη γνώση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι δικαίωμα που αποκτήθηκε μετά από εξετάσεις ιδιαίτερα απαιτητικές. Δεν νομιμοποιείται η πολιτεία να λέει σε έναν/μια επιτυχόντα/ούσα πανελλαδικών εξετάσεων: “έχεις δικαίωμα να σπουδάσεις, αλλά μόνο μέσα σε ένα αυθαίρετο χρονικό πλαίσιο που εμείς καθορίζουμε, κι αν δεν τα καταφέρεις, στο αφαιρούμε”. Τα συνταγματικά δικαιώματα δεν λήγουν επειδή κάποιος αποφάσισε ότι οι αριθμοί των ενεργών φοιτητών/τριών πρέπει να μειωθούν ή, ακόμη χειρότερα, να κατευθυνθούν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό που επί της ουσίας στοχοποιείται είναι η ίδια η ύπαρξη της δωρεάν, δημόσιας πρόσβασης στη γνώση χωρίς φραγμούς. Είναι η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να επιστρέψει μετά από χρόνια να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ότι το πανεπιστήμιο μπορεί να είναι ένας χώρος ανοιχτός και υπάρχει για να ανοίγει δρόμους, όχι για να τους κλείνει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο θεσμικός μου ρόλος ως Κοσμήτορα διορισμένου από το Συμβούλιο Διοίκησης του πανεπιστημίου, με φέρνει αντιμέτωπο με ένα σοβαρό ζήτημα συνείδησης. Καλούμαι στο πλαίσιο των καθηκόντων και των θεσμικών υποχρεώσεων μου – και μάλιστα υπό την απειλή κυρώσεων από την πλευρά του ΥΠΑΙΘ – να επιβλέψω και να διευκολύνω την εφαρμογή ενός μέτρου που αντιστρατεύεται τις βαθύτερες ακαδημαϊκές και κοινωνικές μου πεποιθήσεις και, κυρίως, με φέρνει σε ευθεία αντίθεση με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που θεωρώ ότι οφείλω να υπερασπίζομαι. Και αυτό είναι κάτι που αρνούμαι και να πράξω και να αποδεχτώ σιωπώντας”.